πατάς

πατάς
(patas). Είδος πιθήκων, του γένους κερκοπίθηκος. Ζει στη Δυτική Αφρική και έχει χρυσόξανθο τρίχωμα και άτριχο και λευκό μέτωπο. Ο π. εξημερώνεται εύκολα.
* * *
ο
ζωολ. κοινή ονομασία τού κατάρρινου πιθήκου Erythrocebus patas.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • PAPA — I. PAPA nomen olim commune omnium Episcoporum, quos nude Fapas appellabant: Papiae. Admirabilis, maior, pater et custos. Hinc Veter. Eipstolae Epifcopis in scriptae, Domino Papae N. salutem, ut patet ex Augustino Ep. 13. 18. 222, 256. Hieronymo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… …   Dictionary of Greek

  • Nea Ionia (Attika) — Gemeinde Nea Ionia Δήμος Νέας Ιωνίας …   Deutsch Wikipedia

  • επιστείβω — ἐπιστείβω (Α) [στείβω] 1. πατώ επάνω («ὃv δ’ ἐπιστείβεις τόπον» ο τόπος που πατάς, Σοφ.) 2. φρ. («ἐπιστείβω ἔργον» προχωρώ στο έργο, επιχειρώ να κάνω) …   Dictionary of Greek

  • κονταίνω — και κοντένω (Μ κονταίνω) 1. (μτβ.) α) κάνω κάτι πιο κοντό, βραχύνω («πρέπει να κοντύνεις το παντελόνι σου, γιατί τό πατάς») β) λιγοστεύω ή περιορίζω κάτι 2. (αμτβ.) α) γίνομαι πιο κοντός («έπλυνα την μπλούζα και κόντυνε») β) λιγοστεύω, μειώνομαι… …   Dictionary of Greek

  • θεόστραβος — η, ο επίρρ. α 1. εντελώς τυφλός: Πρόσεχε πού πατάς θεόστραβε! 2. αυτός που δεν αντιλαμβάνεται κάτι ολοφάνερο: Δε βλέπει ο θεόστραβος ότι η γυναίκα αυτή τον αγαπάει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατήφορος — ο 1. κατηφοριά: Να πατάς το φρένο στον κατήφορο. 2. ανήθικη διαγωγή, δρόμος προς την καταστροφή: Η κόρη του πήρε τον κατήφορο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στερεός, -ή (-ά), -ό — στερεός, ή και ά, ό και στέρεος, η, ο επίρρ. ά και α 1. στερεωμένος: Δεν είναι στερεό αυτό το σπίτι. 2. σταθερός: Δεν έχει στερεό επάγγελμα. 3. συμπαγής, ανθεκτικός: Έχτισε σε στέρεο έδαφος. – Δεν είναι στερεό αυτό το ξύλο που πατάς. 4. «στερεά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στραβωμάρα — η 1. τυφλότητα: Στραβωμάρα έχεις και δε βλέπεις πού πατάς; 2. απροσεξία: Από στραβωμάρα έκανα αυτό το λάθος. 3. αναποδιά, κακοτυχία: Φοβάμαι μη μου τύχει καμιά στραβωμάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουντώνω — φούντωσα, φουντωμένος, αμτβ. 1. βγάζω πυκνά φύλλα και κλαδιά, δασώνω, βλαστίζω: Όπου πατάς, μεστά τα στάχυα φούντωσαν (Κ. Παλαμάς). 2. (για φωτιά), βγάζω πολλές και μεγάλες φλόγες, δυναμώνω. 3. μτφ., εντείνομαι στο έπακρο, επεκτείνομαι πολύ:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”